Λ ίγες στιγμές πριν τελειώσει όλη αυτή την περιπέτεια που θα σας περιγράψω, έβλεπα την αψίδα του τερματισμού να με πλησιάζει, τότε, σταμάτησα να τρέχω, λες και δεν ήθελα να τελειώσει αυτό που πριν από μερικές ώρες με είχε κάνει να υποφέρω και να πονέσω όσο ποτέ πριν. Κοίταξα την αψίδα, θωρώντας πια, ότι κράτησα την υπόσχεση που είχα δώσει στην αρχή…
Βρισκόμουν στην εκκίνηση του αγώνα, βλέποντας την αψίδα μπροστά μου, η βροχή είχε μόλις σταματήσει, ο εκφωνητής, ο αγαπημένος μου φίλος Ludovic, ξεσήκωνε ως συνήθως με την δυνατή και παθιασμένη του φωνή όλους μας, τα χέρια ήταν ψηλά χτυπώντας τις παλάμες μας, ένοιωθα ότι η καρδιά μου θέλει να βγεί έξω απ’το σώμα μου, προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δάκρια και να…
«Τι να πρωτοθυμηθώ, τι να πρωτογράψω; Πώς να περιγράψω εν συντομία όλα αυτά που έζησα για 46 ώρες, για σχεδόν δυο μέρες και δυο νύχτες;»
Έρχεται η στιγμή που τόσο περίμενα, η στιγμή που τόσες φορές είχα δει, είχα ακούσει, το άκουσμα του τραγουδιού του Βαγγέλη Παπαθανασίου, έτρεμα ολόκληρη, τα δάκρυα δεν μπορούσα να τα σταματήσω – ούτε καν το προσπαθούσα, κοίταζα την Iva και την Nina, ήταν συγκινημένες και αυτές, έψαχνα με το βλέμμα μου και τον Igor, ερχόταν και αυτός πιο κοντά, μου φώναζαν «mozes» (μπορείς).
Κοίταξα τον Κώστα μου, ένα δάκρυ κυλούσε στο πρόσωπό του και αυτό το δάκρυ του θα μου έκανε συντροφιά στις δύσκολες ώρες του αγώνα, αυτό το δάκρυ του και το «μπορείς» των παιδιών θα έδιναν δύναμη στα πονεμένα μου πόδια 50 χιλιόμετρα πριν τον τερματισμό…
Και τώρα που προσπαθώ να συγκεντρωθώ για να γράψω αυτό το κείμενο τα δάκρυα και πάλι τρέχουν, ακόμα είναι νωπά τα συναισθήματα. Ήταν τόσο δυνατό αυτό που έζησα δυο μέρες και δυο νύχτες στα πανέμορφα βουνά αυτά. Τι να πρωτοθυμηθώ, τι να πρωτογράψω; Πώς να περιγράψω εν συντομία όλα αυτά που έζησα για 46 ώρες, για σχεδόν δυο μέρες και δυο νύχτες; Δεν θα αναφερθώ στα τεχνικά χαρακτηριστικά του αγώνα αυτού – εξάλλου υπάρχουν λεπτομερέστατες πληροφορίες στην σελίδα της διοργάνωσης.
«Είχα ανατριχιάσει, ήταν μαγικό και ταυτόχρονα «απειλητικό» το θέαμα, διότι ήξερα τι με περίμενε σε λίγο…»
Και φύγαμε υπό τον ήχο του υπέροχου αυτού τραγουδιού, με τα χειροκροτήματα και τις φωνές του κόσμου που είχε αποκλείσει τους δρόμους του Chamonix ενώ περνώντας κάτω από την αψίδα σήκωσα το βλέμμα μου προς τα πάνω ψιθυρίζοντας «θα γυρίσω». Το πίστευα και το ήθελα πολύ. Η ουρά ήταν ατελείωτη, σχεδόν 2600 άτομα προσπαθούσαν να κάνουν τα πρώτα τρεξιματικά τους βήματα, κοίταζα τους διπλανούς μου, χαμογελάγαμε, εύχομασταν ο ένας στον άλλον καλό αγώνα, ήμουν τόσο ευτυχισμένη που ήμουν εκεί, που ήμουν μέρος την πανέμορφης αυτής γιορτής και ήμουν έτοιμη να απολαύσω τη διαδρομή έως το τέλος, ήμουν έτοιμη να αντιμετωπίσω το «Τέρας».
Στα πρώτα χιλιόμετρα έτρεχα χαλαρά, να ζεσταθούν τα πόδια μου, αλλά ακόμα και να ήθελα να πηγαίνω πιο γρήγορα, ο κόσμος ακόμα ήταν τόσο πολύς που δεν μπορούσα. Η νύχτα είχε αρχίσει σιγά, σιγά να μας κλείνει το μάτι, και εκείνη την στιγμή ανεβαίνοντας φαινόταν η ατελείωτη ουρά στο βάθος. Είχα ανατριχιάσει, ήταν μαγικό και ταυτόχρονα «απειλητικό» το θέαμα, διότι ήξερα τι με περίμενε σε λίγο. Η πρώτη ανηφόρα από τις 11 που είχε ο αγώνας. Όσο ανεβαίναμε το κρύο ήταν όλο και πιο αισθητό. Στο μυαλό μου είχα τον Κώστα που θα με περίμενε στον πρώτο από τους πέντε σταθμούς που μπορούσε να με δει, να έχει επαφή μαζί μου.
Les Contamines. Και ναι κάπου άκουσα την φωνή του και τον είδα μετά από λίγο, το τεράστιο μου χαμόγελο είχε φωτίσει την νύχτα. Είναι φοβερό πως μια ζεστή αγκαλιά μπορεί να διώξει το κρύο της νύχτας, πως μπορεί να σε κάνει να πετάξεις, έτσι απλά. Και εγώ είχα πετάξει…
Τρέχοντας σε τέτοιους αγώνες σκέφτεσαι πάντα τον επόμενο σταθμό και μετά τον επόμενο και τον επόμενο. Είναι κάπως καλύτερα να μοιράσεις τον αγώνα σε μικρά κομμάτια, το μυαλό το αντέχει έτσι καλύτερα – όχι ότι βγαίνουν τα χιλιόμετρα λιγότερα…
Και εγώ είχα μοιράσει τον αγώνα αυτόν στον μυαλό μου τμηματικά, σε σταθμούς κανονικούς και σε σταθμούς που θα ήταν ο Κώστας και τα ανήψια μου. Αυτούς ειδικά περίμενα με λαχτάρα. Η νύχτα περνούσε, ήμουν καλά, δεν ήθελα να κοιμηθώ και το πρώτο ξημέρωμα με είχε βρεί στα σύνορα Γαλίας – Ιταλίας, στην κορυφή Col de la Seigne, στα 2516μ. προσπαθώντας να μην ουρλιάξω από την ομορφιά που έβλεπα γύρω μου, με τις ατελείωτες χιονισμένες βουνοκορφές σαν να είχαν πάρει φωτιά από τον ήλιο που μόλις είχε αρχίσει να ανοίγει το βλέμμα του. Τι έβλεπαν τα μάτια μου! Δεν ήθελα να φύγω.
Για κάποιες τέτοιες στιγμές αξίζει να πονέσεις, αξίζει να υποφέρεις. Ναι εκείνη την στιγμή ένιωθα το πιο τυχερό άτομο στον κόσμο όλο. Δέος. Ευγνωμοσύνη. Χαρά. Ευτυχία. Έρωτας. Γέλιο. Κλάμα. Όλα τα συναισθήματα ήταν εκεί και εγώ δεν ήθελα να φύγω. Μα έπρεπε! Με περίμενε ο Κώστας, με περίμεναν τα ανήψια και η λαχτάρα μου να τους δω με τράβηξε από το υπερθέαμα αυτό. Βουρ προς το Courmayer. Buongiorno Italia…
Courmayer. 78χλμ μετά την εκκίνηση, σχεδόν στην μέση του αγώνα. Ηλιόλουστο, πανέμορφο, με πολύ κόσμο, εγώ όμως έψαχνα με το βλέμμα μου τα γνωστά πρόσωπα όταν ξαφνικά άκουσα τον Κώστα να με φωνάζει.
Μπορεί η κούραση να είχε αρχίσει να γίνεται φανερή στο πρόσωπό μου όμως εκείνη ειδικά την στιγμή δεν την άφησα να μου χαλάσει αυτά τα λίγα λεπτά που θα ήμουν με το παιδί μου. Αλλαγή ρούχων, έτσι παραπάνω για ψυχολογικούς λόγους, λίγο φαγητό, μια βαθιά ανάσα και θα έφευγα. Και φιλί. Ναι, εκείνη την στιγμή το είχα ανάγκη. Είχα μεγάλο ταξίδι μπροστά μου, που πας χωρίς φιλί! Έξω με περίμεναν τα ανήψια μου, χαμογελώντας, φωνάζοντας, χειροκροτώντας –εάν δινόταν κάποιο βραβείο για τις υποστηρικτικές φωνές είμαι σίγουρη ότι θα έπαιρναν την πρώτη θέση– και συνοδεύοντάς με για λίγα μόλις μέτρα ως εκεί που είχαν δικαίωμα χανόντουσαν σιγά-σιγά απ΄τα μάτια μου, θα τους ξαναέβλεπα σε περίπου 45χλμ. στο Champex-Lac, στην Ελβετία. Τον σταθμό αυτόν δεν πρόκειται να τον ξεχάσω ποτέ. Αλλά πιστεύω ούτε και αυτοί…
«Αυτά τα κατηφορικά σχεδόν 20 χλμ. με -1100 μ. έκαναν τους τετρακέφαλούς μου να πάρουν κυριολεκτικά φωτιά»
Η νύχτα είχε πέσει πια και έτσι βρεγμένη, λασπωμένη, με βαριά πόδια έμπαινα επιτέλους στον σταθμό που με περίμεναν οι δικοί μου άνθρωποι.
Champex-Lac, 123km από την εκκίνηση. Έως εκεί είχα κάνει +7320m, -6879m. Από τα βλέμματά τους είχα καταλάβει ότι δεν φαινόμουν καλά, μιλούσα παράξενα, το βλέμμα μου ήταν άδειο, δεν ήξερα τι ήθελα, να καθήσω, να φάω, να ξαπλώσω, να φύγω. Οι ultra αγώνες αλλάζουν το πρόσωπό σου, σε αλλάζουν γενικά… και τα ανήψια μου με έβλεπαν έτσι για πρώτη φορά. Η Nina είχε προσπαθήσει να διώξει τον πόνο από τους πιασμένους τετρακέφαλούς μου κάνοντας τους ένα χαλαρωτικό και γρήγορο μασάζ. Δεν έπρεπε να μείνω πολύ, ήταν επικίνδυνο. Τα δικά τους «mozes» (μπορείς), «cekamo te na cilju» (σε περιμένουμε στον τερματισμό), τα φιλιά τους, μια γουλιά μπύρας που μου είχε βάλει στο χέρι ο Κώστας με έκαναν να χαμογελάσω και να φύγω μέσα στην μαύρη και κρύα νύχτα και πάλι, βλέποντας την γραμμή του τερματισμού μπροστά μου…
Κάπου είχα διαβάσει ότι ο αγώνας αυτός αρχίζει από τον σταθμό αυτόν. Είχα μπροστά μου ακόμα σχεδόν 50χλμ. όμως έχουμε πει ότι δεν σκεφτόμαστε τόσο μπροστά, παρά μόνο τον επόμενο σταθμό. Ήταν η δεύτερη νύχτα, στα πόδια ήμουν σχεδόν 36 ώρες, όμως δεν ήθελα να κοιμηθώ. Στο μονοπάτι άρχισα να βλέπω ανθρώπινες φιγούρες και στην αρχή νόμιζα ότι είχαν αρχίσει οι παραισθήσεις (ένα πολύ σύνηθες φαινόμενο σε αγώνες που διαρκούν πολλές μέρες και νύχτες). Και όμως οι φιγούρες αυτές ήταν αληθινές. Κάποιοι δεν άντεχαν και έπεφταν όπου έβρισκαν για να κοιμηθούν, άλλοι καθισμένοι, άλλοι έκαναν εμετό, άλλοι μιλούσαν στο τηλέφωνο, υποθέτω σε κάποιον συγγενή τους, άλλοι ούρλιαζαν επειδή πονούσαν. Προχωρούσα, δεν έπρεπε να με επηρεάσουν αυτές οι εικόνες, δεν άφηνα το μυαλό να αρχίσει τα ύπουλα παιχνίδιά του. Όταν ξαφνικά είδα τα ανήψια μου και τον Κώστα να κάθονται σε ένα παγκάκι, τους χαμογέλασα, προχώρησα λίγο πιο γρήγορα και εξαφανίστηκαν… χτύπησα λίγο το πρόσωπό μου για να συνέλθω…
Είχε αρχίσει να ξημερώνει μια καινούργια και όμορφη μέρα, με έναν μπλέ, ελληνικό ουρανό! Η δεύτερη νύχτα είχε γίνει παρελθόν, ήμουν καλά, τα πόδια δεν τα ένιωθα, αλλά έλεγα στον εαυτό μου «είσαι καλά, προχώρα, δεν πονάς», «ιδέα σου είναι»…
Σταθμός Vallorcine, 150χλμ. από την εκκίνηση, στο έδαφος Γαλλίας και πάλι είχα καθήσει σε μια καρέκλα, δεν ήξερα τι ήθελα, μια γλυκύτατη κυρία, εθελόντρια, με είχε πλησιάσει να με ρωτήσει εάν ήθελα κάτι. Της απάντησα ότι πονάνε τα πόδια μου, με είχε στείλει σε ένα δωμάτιο με πολλά κρεβάτια να μου κάνει κάποιος μασάζ. Μετά μου έφερε σούπα με ρύζι, και ψωμί, αυτό ήθελα μόνο και να φύγω, είχα ακόμα 20 χιλιόμετρα, δεν έπρεπε να αργήσω. Της έλεγα συνεχώς ότι πρέπει να φτάσω στο Chamonix, γιατί με περίμεναν οι δικοί μου, φεύγοντας με αγκάλιασε και με φίλησε με τα βουρκωμένα της μάτια… Τώρα βούρκωσαν πάλι τα δικά μου, αχ αυτοί οι υπέροχοι εθελοντές, συμπονούσαν μαζί μας, χαμογελούσαν μαζί μας, έκλαιγαν μαζί μας… Στα μάτια τους ήμασταν πραγματικοί ήρωες, βλέπαμε τον θαυμασμό τους, μας έδιναν κουράγιο.
Με περίμενε η τελευταία και φαρμακερή ανηφόρα. Τα πόδια μου είχαν βαρύνει και άλλο, δύσκολα πια μπορούσα να τα κουμαντάρω. 1.9km, +700m σχεδόν. Τα “καλύτερα” πάντα έρχονται στο τέλος, το μονοπάτι προς τον τελευταίο σταθμό του αγώνα, το Flegere, δεν ήταν στρωμένο με ροδοπέταλα αλλά με πέτρες, όλων των ειδών, είχε συνεχόμενα ανεβοκατεβάσματα. Κάποια στιγμή άρχισα να ξεχωρίζω το καταφύγιο στο βάθος μακριά, χαμογέλασα και τότε άρχισα να τρέχω, όσο γινόταν έχοντας και δυο ανώδυνες πτώσεις, όμως τίποτα πια δεν μπορούσε να με σταματήσει. Περνούσα κάποιους συναθλητές που με είχαν περάσει και αυτοί πιο πριν και στα μάτια τους έβλεπα την απορία… Φώναζα «δεν πονάς», «η ιδέα σου είναι», «είσαι μια χαρά», «ο Κώστας, η Iva, η Nina, ο Igor σε περιμένουν, κουνήσου, μπορείς!».
«Έβλεπα την αψίδα του τερματισμού να με πλησιάζει, σταμάτησα να τρέχω, λες και δεν ήθελα να τελειώσει αυτό που πριν από μερικές ώρες με είχε κάνει να υποφέρω και να πονέσω όσο ποτέ πριν!»
Και με μια γρήγορη ματιά είχα κοιτάξει το υπέροχο Mont Blanc στα αριστερά μου σαν να ήθελα να μου δώσει δύναμη για να προχωρήσω. Φτάνοντας στο Flegere και μπαίνοντας στον σταθμό, με αγκάλιασε μια υπέροχη κυρία, εθελόντρια, λεγοντάς μου «bravo, you did it». Τα μάτια της ήταν βουρκωμένα, για τα δικά μου δεν χρειάζεται να πω κάτι… Δεν ήθελα να μείνω, είχα άλλα 8 κατηφορικά χιλιόμετρα έως το Chamonix. 8 κατηφορικά χιλιόμετρα που δεν τελείωναν ποτέ. 8 κατηφορικά χιλιόμετρα γεμάτα χαμόγελα, δάκρυα, πόνο, χαρά. 8 κατηφορικά χιλιόμετρα με χειροκροτήματα, φωνές θαυμασμού, «bravo», «courage», αγκαλιές των μικρών παιδιών που απολάμβαναν τον αγώνα μας…
Επιτέλους τα πόδια μου πάτησαν στην άσφαλτο, που δεν την συμπαθώ αλλά εκείνη την στιγμή ήθελα να την φιλήσω! Προσπάθησα να τρέξω, ο κόσμος χειροκροτούσε, φώναζε, χαμογελούσε, έτρεχε δίπλα μου, ήθελε να βγάλει φωτογραφίες μαζί μου, με ενθάρρυναν να συνεχίσω.
Όταν ξαφνικά ακούσα ένα δυνατό «tetka» (θεία), ξανά και ξανά -πιστεύω ότι τους είχε ακούσει όλο το Chamonix- από τα κορίτσια μου. Επιτέλους μετά από 46 ώρες αναμονής, υπομονής, αϋπνίας, ανησυχίας έτρεχαν να με συναντήσουν, να με αγκαλιάσουν, να μου δώσουν κουράγιο για τα λίγα μέτρα που μου είχαν μείνει έτρεχαν και αυτές δίπλα μου, με δακρυσμένα μάτια, όμως χαρούμενες, ενθουσιασμένες, περήφανες, με το «ale» ξεσήκωναν τον κόσμο γύρω μας, ταυτόχρονα προσπαθώντας τόσο με την φωτογραφική τους όσο και με την βιντεοκάμερα να παγώσουν εκείνες τις ανεπανάληπτες και μοναδικές στιγμές ενός υπέροχου, μακρινού ταξιδιού, που σε λίγα λεπτά θα τελείωνε.
Έβλεπα την αψίδα του τερματισμού να με πλησιάζει, σταμάτησα να τρέχω, λες και δεν ήθελα να τελειώσει αυτό που πριν από μερικές ώρες με είχε κάνει να υποφέρω και να πονέσω όσο ποτέ πριν. Κοίταξα την αψίδα, κράτησα την υπόσχεση ότι θα γυρνούσα, γύρισα, όχι όμως πια η ίδια, γύρισα εκεί απ’ όπου είχα φύγει μια βροχερή Παρασκευή απόγευμα, 30 Αυγούστου, γύρισα στην αγκαλιά των αγαπημένων μου…