«Ο ι ιστορίες με άγρια ζώα με ενθουσίαζαν από τότε που ήμουν μικρός» εκμυστηρεύεται ο Will Burrard – Lucas, επαγγελματίας φωτογράφος άγριας φύσης λίγες στιγμές πριν περιγράψει μία από τις πιο συναρπαστικές του περιπέτειες.
Για τον ίδιο, κανένα άλλο ζώο δεν είναι πιο ελκυστικό, όμορφο και θελκτικό από τους μαύρους πάνθηρες. Ένα άπιαστο όνειρο που συχνά διηγούνταν σε φίλους και συνεργάτες γύρω από τη φωτιά. Μέχρι τη στιγμή, που πήρε την απόφαση να αφήσει τον φακό του να κυνηγήσει αυτή την ομάδα άγριων ζώων και να αιχμαλωτίσει τη ζωή και την καθημερινότητα τους.
Ήταν πριν από λίγα χρόνια όταν έγινε ευρέως γνωστό πως μία μαύρη λεοπάρδαλη είχε κάνει την εμφάνιση της στο δάσος Καμπίνι, μία από τις πιο τουριστικές περιοχές της Ινδίας. Με το μέγεθος της να παραμένει ακόμα μικρό, η λεοπάρδαλη κατάφερνε για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα να περνάει απαρατήρητη αποφεύγοντας με επιτυχία τον φωτογραφικό φακό. Ο Will Burrard – Lucas έμαθε από τους συναδέλφους του αυτή την πληροφορία, όμως, τη δεδομένη στιγμή δεν μπορούσε να κάνει κάτι, καθώς η δουλειά του δεν επέτρεπε τόσο μεγάλα και μακρινά ταξίδια. Τον επόμενο Σεπτέμβριο, όμως, μία πρόκληση στο Focus Festival στην Μπανγκαλόρ τον οδήγησε στους δρόμους της Ινδίας και στα βήματα της μαύρης λεοπάρδαλης, υπενθυμίζοντας ακόμα και στον ίδιο του τον εαυτό πως το κάρμα δεν μπορεί να αλλάξει.
Κάπως έτσι, ένα από τα ελεύθερα πρωινά του σεμιναρίου, ο Will Burrard – Lucas βρέθηκε, με χαμηλές προσδοκίες, στο δάσος Καμπίνι μαζί με τον Giri Cavale, επίσης φωτογράφο με τον ίδιο στόχο. Μπορεί ο χρόνος που είχαν στη διάθεσή τους να ήταν αρκετά περιορισμένος, όμως, το ένστικτο τους ήταν αρκετά δυνατό. Και οι ίδιοι για πρώτη φορά ενθουσιασμένοι και αποφασισμένοι. Η πρώτη μέρα πέρασε χωρίς σημάδια κίνησης από την μαύρη λεοπάρδαλη. Το απόγευμα της δεύτερης, όμως, οι δύο φωτογράφοι είδαν το σπάνιο αυτό είδος άγριου ζώου να τρέχει (κυριολεκτικά) αρκετά μακριά τους. Η υψηλή ταχύτητα που ανέπτυξε συνδυαστικά με την κομψότητα που αποπνέει φυσικά το τρίχωμα της συγκίνησαν βαθιά τον επαγγελματία φωτογράφο, ο οποίος πήρε την απόφαση να προσπαθήσει να αποτυπώσει μία από αυτές τις άγριες λεοπαρδάλεις από πιο κοντά. Ήθελε την απόσταση ασφαλείας. Τίποτα πιο κοντινό και τίποτα πιο μακρινό. Την απόσταση που θα προστάτευε τον ίδιο, χωρίς να χρειαστεί να αλλοιώσει την ποιότητα της φωτογραφίας.
Η συνάντηση του, όμως, με άλλους συναδέλφους άλλαξε τα σχέδια του. Και αυτό, διότι, όπως έμαθε, η εμφάνιση μαύρων λεοπαρδάλεων στην Ινδία αποτελεί σπάνιο φαινόμενο σε αντίθεση με την περιοχή της Κένυας που αποτελεί το καταφύγιο τους. Η πυξίδα και το πρόγραμμα αλλάζει. Το σεμινάριο ολοκληρώνει τον κύκλο του, όμως ο Will Burrard – Lucas δεν επιστρέφει στο σπίτι του. Αλλάζει το εισιτήριο του με το σημείο του προορισμού να αναφέρει την κομητεία Laikipia στην Κένυα, το μέρος όπου οι σπάνιες μαύρες λεοπαρδάλεις κινούνται ελεύθερες. Εκεί, συναντά τη Luisa Ancilotto, μόνιμη κάτοικο του οργανωμένου camping της περιοχής, η οποία πρόσφατα είχε παρατηρήσει σε μία από τις καθημερινές της διαδρομές μία μαύρη λεοπάρδαλη.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που κάποιος ζήτησε από την Ancilotto να τον βοηθήσει να αιχμαλωτίσει με τον φακό την κίνηση αυτού του σπάνιου είδους λεοπάρδαλης. Για αυτό, και σε ένα συγκεκριμένο σημείο, εκεί που οι δύο πιο δημοφιλείς διαδρομές των λεοπαρδάλεων συναντιούνται, είχε ήδη τοποθετήσει έναν ασύρματο αισθητήρα κίνησης, μία κάμερα DSLR υψηλής ποιότητας και πλέον μικρούς πομπούς φωτός, τους οποίους πρόσθεσε ο Will Burrard – Lucas, ορθά σκεπτόμενος ότι χωρίς τον κατάλληλο φωτισμό δεν θα φαινόταν τίποτα περισσότερο από μερικές μαύρες σκηνές.
Το πρώτο βράδυ δεν ήταν με το μέρος του, κάτι που τον απογοήτευσε πολύ. Οι μέρες και οι νύχτες περνούσαν με τον Will να περιμένει υπομονετικά πότε μία μαύρη λεοπάρδαλη θα «πέσει» στην παγίδα του. Μία εβδομάδα μετά, τα σημάδια ήταν καλά. Ο ανυπόμονος Will απέκτησε το φιλμ και άρχισε να το ξεδιπλώνει. Τα αρχικά στιγμιότυπα δεν έκρυβαν καμία έκπληξη, όμως, οι φωτογραφίες από τις τελευταίες ημέρες έφεραν στο προσκήνιο μία γλυκιά ανατροπή. Δύο φωτεινά μάτια που έτρεχαν σε ρυθμούς φρενήρεις. Η πρώτη μαύρη λεοπάρδαλη είχε «παγιδευτεί» στον φακό.
Όσο οι ημέρες περνούσαν, ο Will γνώριζε καλύτερα την περιοχή και το μονοπάτι που οι λεοπαρδάλεις ακολουθούν. Ήταν πλέον σε θέση να αναπροσαρμόσει το πλάνο του και να αλλάξει τη θέση που είχε τοποθετήσει τις κάμερες, προκειμένου να «συλλάβει» τις λεοπαρδάλεις σε περισσότερες στιγμές. Και τα κατάφερε.
Μετά από σχεδόν έναν μήνα περιπλάνησης και εξερεύνησης, ο Will Burrard – Lucas επέστρεψε στην πατρίδα του έχοντας εκπληρώσει ένα από τα παιδικά του όνειρα.