Ό ταν η ραδιενέργεια εισβάλλει στον οργανισμό και επαναπροσδιορίζει τις λειτουργίες ορισμένων ζωντανών οργανισμών σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη.
Πόση διάρκεια μπορούν να έχουν στον πέρασμα του χρόνου οι συνέπειες ορισμένων καταστροφών; Η απάντηση κυμαίνεται ανάμεσα σε μερικές και άλλοτε πολλές δεκαετίες. Κάτι ανάλογο φαίνεται ότι ισχύει και στην περίπτωση της ραδιενέργειας, η οποία απελευθερώθηκε στην ατμόσφαιρα ύστερα από ισχυρές εκρήξεις με την ακτίνα της να μη γνωρίζει ηπείρους και γεωγραφικά σύνορα. Ούτε πέρας στο διηνεκές. Σύμφωνα με μελέτες και επιτόπια έρευνα επιστημόνων, υψηλά ποσοστά ραδιενέργειας πέρασαν στον οργανισμό ζώων με τις παρακάτω περιπτώσεις να έρχονται αντιμέτωπα με τεράστιους αριθμούς.
Οι Αγριόχοιροι της Βαυαρίας
Μερικές φορές, η υψηλή ραδιενέργεια βρίσκεται πολύ πιο κοντά από όσο πιστεύουμε. Στα δάση της Βαυαρίας, ορισμένα αγριογούρουνα κατέχουν περιστασιακά εντυπωσιακά επίπεδα ακτινοβολίας. Οι επιστήμονες υπέθεσαν επί μακρόν ότι η ραδιενεργός παρουσία μέσα τους παρήχθη από την καταστροφική τήξη του πυρηνικού εργοστασίου του Τσέρνομπιλ το 1986 στη γειτονική Ουκρανία.
Σε μια πρόσφατη μελέτη, ωστόσο, ο Steinhauser και η ομάδα του διαπίστωσαν ότι έως και το 68% της μόλυνσης στα βαυαρικά αγριογούρουνα γεννήθηκε από παγκόσμιες πυρηνικές δοκιμές -που διεξήχθησαν οπουδήποτε από τη Σιβηρία έως τον Ειρηνικό. Βρίσκοντας το “πυρηνικό εγκληματολογικό αποτύπωμα” διαφορετικών ισοτόπων του καισίου, ορισμένα από τα οποία είναι ραδιενεργά, η ομάδα του Steinhauser απέκλεισε το Τσέρνομπιλ ως πηγή μόλυνσης, κάτι που δημιουργεί μεγάλο προβληματισμό σχετικά με την ακτίνα επιρροής που μπορεί να έχει μία ραδιενεργή έκρηξη.
Τα αγριογούρουνα μολύνθηκαν μέσω της κατανάλωσης τρούφας, η οποία απορρόφησε ραδιενέργεια από το πυρηνικό νέφος που κατακάθισε στο κοντινό έδαφος. Ο Steinhauser μελέτησε δείγματα αγριογούρουνων, συνήθως από τη γλώσσα τους, βρίσκοντας 15.000 Μπεκερέλ ραδιενέργειας για κάθε κιλό ζωντανού οργανισμού, αριθμοί που υπερβαίνουν κατά πολύ το ευρωπαϊκό όριο ασφαλείας των 600 Μπεκερέλ ανά κιλό.
Οι τάρανδοι της Νορβηγίας
Οι επιπτώσεις του Τσέρνομπιλ παρατηρούνται σαφώς και αλλού στην Ευρώπη. Η ανυπολόγιστη αυτή καταστροφή έστειλε ένα ραδιενεργό νέφος σε όλη τη γηραιά ήπειρο, απελευθερώνοντας μία ραδιενεργό κληρονομιά που εκτείνεται μέχρι σήμερα. Μεγάλο μέρος αυτού του ραδιενεργού νέφους μεταφέρθηκε βορειοδυτικά στη Νορβηγία, όπου έπεσε σε σταγόνες βροχής.
Το ραδιενεργό νέφος απορροφήθηκε, μεταξύ άλλων, από μανιτάρια και λειχήνες, τα τελευταία από τα οποία, σύμφωνα με την Gjelsvik, είναι ευάλωτα στο προαναφερθέν νέφος επειδή δεν διαθέτουν οργανωμένες ρίζες, με αποτέλεσμα να απορροφούν τα θρεπτικά συστατικά τους από τον αέρα. Αυτά στη συνέχεια καταναλώθηκαν από κοπάδια ταράνδων. Αμέσως μετά το ατύχημα του Τσέρνομπιλ, το σώμα ορισμένων ταράνδων είχε επίπεδα ραδιενέργειας άνω των 100.000 Μπεκερέλ ανά κιλό.
Οι θαλάσσιες χελώνες της Ατόλης Enewetak
Εκτός από το Τσέρνομπιλ, μεγάλο μέρος της παγκόσμιας ραδιενεργού μόλυνσης προέρχεται από δοκιμές που διεξήχθησαν από παγκόσμιες δυνάμεις που αγωνίστηκαν να αναπτύξουν ισχυρά όπλα κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Οι ΗΠΑ δοκίμασαν πυρηνικά όπλα από το 1948 έως το 1958 στην Ατόλη Enewetak.
Το 1977 οι ΗΠΑ άρχισαν να καθαρίζουν την Ατόλη από τα ραδιενεργά απόβλητα, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων είναι θαμμένο σε μπετόν σε ένα από τα νησιά. Οι ερευνητές της μελέτης για τις πυρηνικές υπογραφές των χελωνών εικάζουν ότι ο καθαρισμός διατάραξε μολυσμένα ιζήματα που είχαν εγκατασταθεί στη λιμνοθάλασσα της Ατόλης. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι αυτά τα ιζήματα δυσκόλεψαν στη συνέχεια τις χελώνες καθώς κολυμπούσαν ή επηρέασαν τα φύκια και τα άλγη που αποτελούν μεγάλο μέρος της διατροφής των θαλάσσιων χελωνών, δημιουργώντας θαλάσσιες χελώνες που κάτω από το καβούκι τους.
Οι Μαμάκοι της Ιαπωνίας
Μετά την κατάρρευση του πυρηνικού σταθμού παραγωγής ενέργειας Fukushima Daiichi της χώρας το 2011, η συγκέντρωση του καισίου στους ιαπωνικούς μακάκους εκτοξεύθηκε σε 13.500 Μπεκερέλ ανά κιλό, σύμφωνα με μια μελέτη με επικεφαλής τον Shin-ichi Hayama, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Nippon Veterinary and Life Science University.
Σύμφωνα με την έρευνα του Hayama, η οποία επικεντρώθηκε κυρίως σε δείγματα ιστών από τα πίσω πόδια των μακάκων, πιθανότατα απορρόφησαν τη μόλυνση καταναλώνοντας τον φλοιό τοπικών δέντρων, καθώς και άλλες τροφές όπως μανιτάρια και βλαστούς μπαμπού, τα οποία προσλαμβάνουν ραδιενεργό καίσιο από το έδαφος. Οι υψηλές συγκεντρώσεις καισίου, οι οποίες έχουν μειωθεί την τελευταία δεκαετία, οδήγησαν τον Hayama να υποθέσει ότι οι πίθηκοι που γεννήθηκαν μετά το ατύχημα μπορεί να παρουσίασαν καθυστέρηση στην ανάπτυξη και να είχαν μικρότερα κεφάλια.