Τι είναι το Εγώ; Τι σημαίνει στην πραγματικότητα η σιωπή του; Πρέπει αυτός να είναι ο σκοπός μας κατά την πρακτική του διαλογισμού;
Πριν λίγους μήνες, υπήρξα στην ευχάριστη θέση να συζητώ με ορισμένους ανθρώπους για την σημαντικότητα και τον σκοπό των πρακτικών ενσυνειδητότητας, όπως αυτήν του διαλογισμού.
Όλοι μας, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, είχαμε την ενσυνειδητότητα στην ζωή μας.
Έτσι, αποφασίσαμε να ρωτήσουμε τα παραπάνω, με απώτερο σκοπό την επανεκτίμηση της σχέσης μεταξύ του διαλογισμού και του Εγώ.
Το αποτέλεσμα της συζήτησης είχε ιδιαίτερη σημασία για εμένα, καθώς με ενέπνευσε να γράψω το συγκεκριμένο άρθρο για το ταξίδι μου. Κατά την γνώμη μου, η εξερεύνηση της σχέσης που προαναφέρθηκε είναι ύψιστης σημασίας, καθώς υπάρχει στον χώρο μια μεγάλη πληθώρα προκαταλήψεων, αλλά και παρανοήσεων, που οδηγούν παρατηρητές και ασκούμενους σε παράλυση, αντί για την επιθυμητή πρόοδο.
Οφθαλμαπάτη ή Πραγματικότητα;
Τρία χρόνια πριν, προσπάθησα για πρώτη φορά να καθίσω στην στάση του λωτού και να διαλογιστώ, ακούγοντας ηχογραφημένες και κατευθυνόμενες ασκήσεις από δασκάλους όπως ο Alan Watts και ο Eckhart Tolle. Δεν άργησα να γεμίσω το μυαλό μου με ερωτηματικά, απορίες και αδιέξοδα, τα οποία με οδήγησαν στην παράλυση σχετικά με το ποιος πρέπει να είναι ο στόχος μου.
Για αυτό ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Μια κοινή αλήθεια την οποία προσπαθούν οι δάσκαλοι του διαλογισμού να μεταλαμπαδεύσουν στους ασκούμενους είναι ότι, μέσω της παρατήρησης του Εγώ, μπορεί κανείς να διαπιστώσει πως είναι απλά ένα κοινωνικό κατασκεύασμα, μια μάσκα η οποία έχει δημιουργηθεί μέσω συνεχόμενης εκμάθησης και προσαρμογής.
Ουσιαστικά, προτείνουν πως το Εγώ είναι απλά μια οφθαλμαπάτη, και ο σκοπός μας μέσω του διαλογισμού θα πρέπει να είναι η σιωπή του.
Προτού συνεχίσω, θα ήθελα να παραδεχτώ πως κατά καιρούς έχω ‘νιώσει’ στιγμιαία την διδασκαλία τους. Υπάρχει μια αλήθεια βαθιά ριζωμένη στην ανατολίτικη σοφία η οποία καλώς ή κακώς δεν εκφράζεται με λόγια, πόσο μάλλον με γραπτά. Ωστόσο, εάν επιθυμούμε να απορροφήσουμε αποστάγματα σοφίας, οφείλουμε να οικειοποιηθούμε με το Εγώ και την λειτουργία του στην καθημερινή ζωή.
Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία, το Εγώ είναι το κομμάτι της ανθρώπινης προσωπικότητας που βιώνεται ως ο ‘Εαυτός’, και βρίσκεται σε επαφή με τον εξωτερικό κόσμο μέσω της αντίληψης. Επιπρόσθετα, διέπεται από την αρχή της πραγματικότητας. Προσπαθεί να ελέγξει την πρωτόγονη συμπεριφορά μας (Εκείνο) και να είναι ρεαλιστικό για τα ηθικά πρότυπα που εσωτερικεύονται από την οικογένεια και την κοινωνία (Υπερεγώ).
Η αίσθηση του Εαυτού είναι αποτέλεσμα ανατομικών κατασκευών οι οποίες σχετίζονται με την αίσθηση, την αντίληψη, μνήμη, την κριτική ικανότητα, αναπαράσταση, επίλυση προβλημάτων, επεξεργασία συναισθημάτων, γλώσσας κλπ.
Έτσι λοιπόν, οι σκέψεις, τα συναισθήματα, οι πεποιθήσεις, επιθυμίες και υποκειμενικές εμπειρίες έχουν άμεση σχέση και σύνδεση με την αίσθηση του Εαυτού, του Εγώ.
Πλέον, μου φαίνεται αδύνατο να καταλήξω πως το Εγώ είναι κάτι το οποίο πρέπει να σιωπήσει τελείως. Όπως κάθε δομή, μπορεί είτε να λειτουργεί σωστά είτε να δυσλειτουργεί.
Από την μια, είναι υπεύθυνο για την προσκόλλησή μας στην εξωτερική αναγνώριση και επιβεβαίωση, για την υπερανάλυση, τον μηρυκασμό, και την δημιουργία σταθερών μοτίβων δράσεις τα οποία σχετίζονται με υποσυνείδητα τραύματα και προβολές.
Από την άλλη, χωρίς την αίσθηση του Εαυτού, καθιστάται αδύνατη η σύνδεση με το είναι μας, με τους ανθρώπους και όλο τον κόσμο. Τούτη η αδυναμία σχετίζεται με άγχος, αποξένωση και παραλογισμό αντίστοιχα. Επίσης, το Εγώ είναι χρήσιμο για την καλλιέργεια και εκμάθηση συμπεριφορών οι οποίες θεωρούνται χρήσιμες για να είναι κανείς ενεργό μέλος της σημερινής κοινωνίας, όπως η ρύθμιση των ορμών, η ψυχική ανθεκτικότητα και οι μηχανισμοί αντιμετώπισης δύσκολων καταστάσεων.
Τέλος, θα πρέπει να υπολογίσουμε πως το Εγώ είναι απαραίτητο για την παραγωγή στόχων και την πραγμάτωση σχεδίων με πάθος και φιλοδοξία.
Ακόμα λοιπόν και να είναι όντως κοινωνική κατασκευή, μπορεί να γίνει ταυτόχρονα και λειτουργική αλλά και επιβλαβής για την καθημερινότητα μας. Κατά την γνώμη μου, το ότι κάτι σμιλεύεται και ρυθμίζεται, δεν το καθιστά αυτόματα οφθαλμαπάτη, ή ψεύτικο. Η υποκειμενική μας εμπειρία, ή αλλιώς, η αφηγηματική αλήθεια, καθορίζει κατά ένα μεγάλο ποσοστό τι είναι πραγματικό για εμάς.
Δαμόκλειος Σπάθη ή Ισορροπία;
Αρκετοί δάσκαλοι προτείνουν πως η σιωπή του Εγώ μέσω του διαλογισμού, καλλιεργεί το έδαφος για την ολική παραίτηση των επιθυμιών, των προσκολλήσεων και των πόθων, και τελικά έχει την δυνατότητα να οδηγήσει των ασκούμενο στην πνευματική αφύπνιση, ή αλλιώς Νιρβάνα. Άλλοι θεωρούν πως ο διαλογισμός αποτελεί ιδανικό μέσο για την αναχαίτιση της δυσλειτουργίας του Εγώ, όπως την υπερανάλυση, τον εθισμό και την εξάρτηση από την σκέψη και το συναίσθημα κλπ.
Προσωπικά, νιώθω ότι η αντίληψη και η πρακτική μου βρίσκονται κοντά στην ιδέα της αναχαίτισης των δυσλειτουργιών. Θαρρώ πως προσφέρει ζωντανούς και λειτουργικούς στόχους για τον καθημερινό άνθρωπο. Μια μεγάλη μερίδα των ασκούμενων μωραίνονται κατά την πρώτη τους επαφή με τα ανατολίτικα διδάγματα περί σιωπής του Εγώ, αφού αρχικά ακούγεται σαν μια ιδέα παράλογη. Πολύ απλά, τους φαίνεται αδύνατο να οικειοποιηθούν με την προσέγγιση της ολιστικής απανθράκωσης του Εγώ.
Σκεφτείτε και αυτό: Πως θα ήταν μια ζωή χωρίς επιθυμίες; Πως θα ήταν μια πρακτική που μας κατευθύνει προς σε αυτό το σημείο; Άμα κλείσω τα μάτια μου σκεπτόμενος αυτές τις ερωτήσεις, οραματίζομαι να στέκομαι σε στάση λωτού, και από πάνω μου να κρέμεται ένα σπαθί, έτοιμο να πέσει πάνω μου ανά πάσα στιγμή. Έτσι νιώθω την ζωή χωρίς επιθυμίες.
Για αυτό νιώθω πως ο σκοπός μας θα πρέπει να είναι η ισορροπία.
Χρειαζόμαστε το Εγώ για τις λειτουργίες που προαναφέρθηκαν και για την δραστηριοποίηση στον 3D κόσμο, αλλά είναι καλό να θυμόμαστε πως είμαστε κάτι μεγαλύτερο, κάτι το οποίο δεν απαιτεί το Εγώ για να υπάρξει.
Κάπου ανάμεσα σε αυτό το παιχνίδι έρχεται ο διαλογισμός, ο οποίος πλέον χρησιμοποιείται από μια τεράστια γκάμα ανθρώπων για την επίτευξη απλών και καθημερινών στόχων, μέσω της παρατήρησης των σκέψεων και των αισθήσεων, όπως η αφή, η πίεση, η δόνηση, η ακοή κλπ.
Καλό θα ήταν να βγάλουμε από το μυαλό μας ότι ο διαλογισμός ανήκει σε χίπηδες, αναρχικούς, άεργους, ή μοναχούς με ξυρισμένα κεφάλια που εικάζονται πνευματική αφύπνιση χωρίς προσκολλήσεις. Η πρακτική δεν περιλαμβάνει κάτι μεταφυσικό, ούτε είναι θρησκεία. Ανήκει σε όλους, σαν ένα εργαλείο για να έρθουμε πιο κοντά στο παρών, αρκεί να την φέρουμε στα μέτρα της ζωής μας και να μην της φερόμαστε υλιστικά.
Η πόλη δεν χρειάζεται να σιωπήσει, ούτε να καεί, αλλά να συμφιλιωθεί.